ενεχυριαστής

ενεχυριαστής
ο
1. αυτός που παραδίνει κάτι ως ενέχυρο.
2. αυτός που έχει ως επάγγελμα να δανείζει παίρνοντας ενέχυρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενεχυριαστής — ο (Μ ἐνεχυριαστής) νεοελλ. 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να δανείζει με ενέχυρο 2. αυτός που δίνει κάτι ως ενέχυρο μσν. αυτός που παίρνει κάτι ως ενέχυρο, για να εξασφαλίσει οφειλόμενο σ αυτόν χρέος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”